Γράφει ο Βασίλειος Χρυσοχέρης, Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος & επιστημονικός συνεργάτης του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών.
Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων είναι το πιο κοινό αφροδίσιο νόσημα. Πρόκειται για μια ιογενή λοίμωξη, η οποία μεταδίδεται κατά κύριο λόγο μέσω της σεξουαλικής επαφής. Από τους 150 περίπου τύπους HPV που έχουν επιβεβαιωθεί σήμερα, περίπου οι 40 μπορούν να προσβάλλουν τα γεννητικά όργανα, δημιουργώντας εσωτερικές ή εξωτερικές βλάβες (οξυτενή κονδυλώματα). Μεταξύ των σεξουαλικά ενεργών νέων παγκοσμίως, τα ποσοστά μόλυνσης φθάνουν το 50%, ενώ εκτιμάται ότι ο δια βίου κίνδυνος των ατόμων της ίδιας ομάδας φθάνει το 80%. Παρόλο που δεν είναι πλήρως ιάσιμος, ο HPV μπορεί να παραμείνει σε λανθάνουσα κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σήμερα, έχουν αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί πάνω από 150 υπότυποι του ιού αυτού. Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν την δυνατότητα καρκινογένεσης (χαμηλού κινδύνου HPV). Κάποιοι άλλοι έχουν την δυνατότητα να ενσωματώνονται στο ανθρώπινο γονιδίωμα με αποτέλεσμα να οδηγούν αρχικά σε δυσπλασίες στο επιθήλιο του τραχήλου της μήτρας, του αιδοίου, του πέους και του πρωκτού με δυνατότητα εξέλιξης σε καρκίνο (υψηλού κινδύνου HPV). Στην κατηγορία χαμηλού κινδύνου ανήκουν οι HPV 6, 11, 42, 43, 44, ενώ στην κατηγορία υψηλού κινδύνου ανήκουν οι HPV 16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56 και 58. Ο ιός του HPV αποτελεί την πιο συχνή αιτία εμφάνισης καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι οι τύποι 16 και 18 ευθύνονται για το 70% των κακοηθειών στον τράχηλο. Μια ασθενής με τους παραπάνω τύπους HPV δεν θα αναπτύξει απαραιτήτως καρκίνο, απλώς έχει υψηλότερες πιθανότητες μετατροπής μιας δυσπλασίας σε κακοήθεια, γι’ αυτό και θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά από τον γυναικολόγο της.
Η διενέργεια τεστ ΠΑΠ, είναι απαραίτητη για κάθε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας η οποία είναι σεξουαλικά ενεργή. Τα συχνότερα σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα συμπτώματα, ποικίλουν, ανάλογα με την ηλικία, τον τύπο του νοσήματος και την ανοσολογική επάρκεια του ασθενούς. Ειδικότερα, για τον HPV, τα συμπτώματα μπορεί να μην εμφανιστούν ποτέ, γεγονός το οποίο καθιστά δυσκολότερη τη διάγνωσή του. Στο τεστ ΠΑΠ διαγιγνώσκονται οι καρκινικές αλλοιώσεις που μπορεί να έχει προκαλέσει ο ιός, και σχεδιάζεται το αντίστοιχο πλάνο αντιμετώπισής του. Οι γυναίκες θα πρέπει να πραγματοποιούν την εξέταση σε ετήσια βάση, ώστε να προλάβουν αλλοιώσεις οι οποίες μπορεί να χρειαστούν επέμβαση ή θεραπεία.
Τα κονδυλώματα εμφανίζονται στους άνδρες σε οποιοδήποτε σημείο του πέους, στο εφήβαιο και περιμετρικά του ορθού, ενώ στις γυναίκες εμφανίζονται στις βλεννογόνες επιφάνειες του αιδοίου, του τραχήλου της μήτρας, στο περίνεο και περιμετρικά του πρωκτού.
Κλινικά , η νόσος χαρακτηρίζεται από διογκωμένες, σκληρής σύστασης εξωφυτικές βλάβες, που μοιάζουν με κουνουπίδι. Έχουν διάμετρο 2 έως 5mm, ενώ συνήθως έχουν ουδέτερο χρώμα, με τόνο παρόμοιο με αυτόν του δέρματος. Πρόκειται για βλάβες ασυμπτωματικές, χωρίς πόνο ή κνησμό, οι οποίες πολλαπλασιάζονται εύκολα μέσω της τριβής. Μπορεί να εντοπίζονται μεμονωμένες ή σε στιβάδες. Το διάστημα επώασης κυμαίνεται από 1 μήνα έως 1 χρόνο, καθιστώντας τον χρονικό προσδιορισμό της υπαίτιας επαφής πολλές φορές αδύνατο.
Η διάγνωση γίνεται κλινικά από έμπειρο δερματολόγο και είναι θεωρείται σχετικά εύκολη, λόγω της χαρακτηριστικής εικόνας και της εντόπισης των βλαβών. Παλαιότερα γινόταν χρήση διαλύματος οξικού οξέος στην πάσχουσα περιοχή, διαδικασία η οποία πλέον αποφεύγεται, λόγω του έντονου ερεθισμού που αναπτύσσεται στη περιοχή. Σε σπάνιες περιπτώσεις γίνεται δερματική βιοψία με punch για επιβεβαίωση της διάγνωσης, εφόσον η κλινική εικόνα δεν είναι απόλυτα σαφής.
Τέλος για την διάγνωση συγκεκριμένων τύπων του ιού διενεργείται DNA test, μέθοδος η οποία προσδιορίζει με ακρίβεια τον υπότυπο του ιού. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν απαιτείται κάποια θεραπεία, απλώς παρακολούθηση.
Μέχρι και σήμερα, δεν υπάρχει κάποια αποτελεσματική φαρμακευτική ουσία για την αντιμετώπιση του HPV, γεγονός το οποίο ευνοεί την επανεμφάνιση υποτροπών. Επίσης, δεν έχει αποδειχθεί ότι η θεραπεία μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού καθώς η μετάδοση είναι εφικτή και από φορέα χωρίς εμφανείς βλάβες. Η βάση της θεραπείας είναι ο καυτηριασμός των κονδυλωμάτων στην επιφάνεια του δέρματος. Αυτός μπορεί να γίνει με φαρμακευτικά σκευάσματα στο σπίτι, όπως η ιμικουιμόδη, η ποδοφυλίνη και η ποδοφυλλοτοξίνη αλλά και στο ιατρείο με χρήση εξελιγμένων laser όπως το laser Co2 ή το Laser Erbium. Με τα συγκεκριμένα laser επιτυγχάνεται ακριβής εξάχνωση των βλαβών, χωρίς να επηρεάζονται οι γειτονικοί υγιείς ιστοί, χάρη στην εστιασμένη δέσμη υπέρυθρου φωτός που διαθέτουν. Η αντιμετώπιση των κονδυλωμάτων με laser θεωρείται η πλέον σύγχρονη και αξιόπιστη μέθοδος θεραπείας, η οποία πλέον πραγματοποιείται εύκολα, ανώδυνα, χωρίς σημάδια. Παράλληλα, η χρήση ειδικών μεγεθυντικών φακών επιτρέπει την ανίχνευση και αντιμετώπιση όλων των βλαβών, ακόμα και αυτών που δεν είναι ορατές με γυμνό μάτι.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω της αύξησης περιστατικών καρκίνου του τραχήλου της μήτρας έχουν αναπτυχθεί δύο ισχυρά και ασφαλή εμβόλια. Tο 9-δύναμο Gardesil, το οποίο παρέχει προστασία από τους τύπους 6, 11, 16, 18, 31, 33, 45, 52 και 58 του ιού HPV και το 2-δύναμο Cervarix, το οποίο παρέχει προστασία από τους τύπους 6, 11. Και τα δύο αυτά εμβόλια χορηγούνται προληπτικά πριν την έναρξη της σεξουαλικής ζωής του ατόμου, γεγονός το οποίο διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Ειδικότερα, το 9-δύναμο εμβόλιο παρέχει υψηλότερη προστασία, αφού αφορά όλους σχεδόν τους τύπους HPV που μπορούν να προκαλέσουν καρκινογένεση.
Το Gardasil 9 χορηγείται συνήθως βάσει σχήματος δύο δόσεων ή τριών δόσεων σε κορίτσια και αγόρια ηλικίας 9 έως 14 ετών και σχήματος τριών δόσεων σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας 15 ετών και άνω. Για το σχήμα των δύο δόσεων, η δεύτερη δόση πρέπει να χορηγείται 5 έως 13 μήνες μετά την πρώτη δόση. Για το σχήμα των τριών δόσεων, η δεύτερη δόση πρέπει να χορηγείται δύο μήνες μετά την πρώτη δόση και η τρίτη δόση τέσσερις μήνες μετά τη δεύτερη. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης πρέπει πάντα να μεσολαβεί διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα, ενώ μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης δόσης πρέπει να μεσολαβεί διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών. Και οι τρεις δόσεις πρέπει να χορηγούνται μέσα σε διάστημα ενός έτους, για να είναι το εμβόλιο αποτελεσματικό.
Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα απασχολούν στο σύνολό τους ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του σεξουαλικώς ενεργού πληθυσμού. Η χρήση προφυλλακτικού είναι απαραίτητη και αποτελεσματική για να περιοριστεί η μετάδοση των περισσότερων νοσημάτων. Ένας έλεγχος ΣΜΝ πρέπει να γίνεται τακτικά από άτομα και των 2 φύλων, ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ασφάλεια και να διαφυλάσσεται η υγεία του ατόμου και των συντρόφων του. Αναζητήστε ιατρική βοήθεια εάν θέλετε να ενημερωθείτε όσον αφορά τα συνηθέστερα σε αφροδίσια νοσήματα συμπτώματα, καθώς και για τους ενδεδειγμένους τρόπους διάγνωσης και αντιμετώπισής τους.